- φυλάττων
- φυλάσσωkeep watch and wardpres part act masc nom sg (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ANNICERIS — I. ANNICERIS Cyrenaeus, nobilis equorum agitator, qui artem Platoni ostentaturus ante Academiam currus coniunxit, saepeque eundem cursum iisdem vestigiis nihil delirando repetiit, οὕτω ἀκριβῶς φυλάττων τοῦ δρόμου τὸν ςτοῖχον, ὡς μὴ παραβαίνειν… … Hofmann J. Lexicon universale
πυρσοφόρος — ον, ΜΑ 1. Ο πυρφόρος αρχ. το αρσ. ως ουσ. ὁ πυρσοφόρος (κατά τον Ησύχ.) «ἀγγεῑον εὐμέγεθες, εἰς ὅ ξύλα ἐστίθεσαν πεπυρωμένα. ἤ ὁ τὸ πῡρ φέρων ἀπὸ τοῡ πρώτου βωμοῡ ἐπὶ τὰ ὅρια, καὶ φυλάττων μὴ ἀποσβεσθῇ». [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρσός (Ι) + φόρος (<… … Dictionary of Greek
υληρεύς — Α (κατά τον Ησύχ.) «νομεὺς ἐν ὕλῃ φυλάττων». [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τού ὑλωρός σχηματισμένος < ὕλη + κατάλ. εύς, πιθ. μέσω τών αμάρτυρων επιθ. *ὑλήρης ή *ὑληρός] … Dictionary of Greek